- σύγκραμα
- τὸ, Α [συγκεράννυμι]κράμα, μίγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκραμα — mixture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκραμάτων — σύγκραμα mixture neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράματι — σύγκραμα mixture neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράματος — σύγκραμα mixture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TENOS — I. TENOS Laconiae urbs. Steph. II. TENOS vulgo Teno, insul. parva in Aegaeo mari, una Cycladum, in qua urbs est eiusdem nominis, quam propter aquarum abundantiam, Aristoteles Hydrussam appellatam dicit, alioqui Ophiusam. Plin. l. 4. c. 12. Steph … Hofmann J. Lexicon universale
συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη … Dictionary of Greek
σύγκριμα — το, ΝΜΑ [συγκρίνω] νεοελλ. 1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων 2. (πετρογρ.) μέρος τής φύσης ή τής σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες… … Dictionary of Greek